Ο Πλήθων Γεμιστός ως Ηθικός Φιλόσοφος
του Professor John Wilson Taylor
«Gemistus Pletho as a Moral Philosopher» , Transactions and Proceedings of the American Philological Association, The John Hopkins University Press, Vol 51 (1920), pp. 84-100
Περίληψη: Ευάγγελος Κατσιούλης
Ο Πλήθων Γεμιστός θεωρείται από τους λίγους Βυζαντινούς συγγραφείς, που επέδειξαν πρωτότυπο έργο. Ο ίδιος υποστήριζε πως η συστηματοποίησή του των δεδομένων για την ηδονή και τον κύριο σκοπό του ανθρώπου αποτελούσε συνέχεια και επέκταση του έργου του Πλάτωνα και ήταν ανώτερη του Αριστοτέλη. Συνάφειες με το έργο των Στωικών έχουν επίσης διατυπωθεί.
Η πρώτη μελέτη των αρετών από τον Πλήθωνα στοιχειοθετείται στο βιβλίο του ‘Περί Αρετών’. Στο έργο αυτό ακολουθώντας μια σχηματική δομή παρόμοια με τον Αριστοτέλη δίνει έμφαση σε μια ψυχολογική βάση καθεμιάς από τις τέσσερις πρωταρχικές αρετές, όπως αυτές περιγράφονται στην Πολιτεία του Πλάτωνα. Παραθέτει την μετριοπάθεια και ακόλουθα το θάρρος, τη δικαιοσύνη και τη σοφία. Η κάθε πρωταρχική αρετή στη συνέχεια διαιρείται σε τρία τμήματα με συνεπαγόμενη τη τελική αντιπροσώπευση του συνόλου του ανθρώπινου καθήκοντος από δώδεκα αρετές
Στην επιλογή της διάταξης των αρετών, ο Πλήθωνας δεν ακολουθεί την Πλατωνική, αλλά τη Στωική ψυχολογία, δηλαδή δέχεται πως η ψυχή πρωταρχικά διαιρείται στο λόγο και στα μη λογικά συναισθήματα. Ο λόγος είναι ο αληθινός εαυτός και σχετίζεται με τα υπόλοιπα μη λογικά τμήματα του σύνθετου ανθρώπου, αλλά και με κάθε άλλο ανθρώπο. Τα μη λογικά τμήματα αποτελούν οι εκούσιες επιθυμίες και οι ακούσιοι φόβοι. Η αρετή, που σχετίζεται με τις εκούσιες μη λογικές επιθυμίες, είναι η σωφροσύνη, ενώ η ανδρεία σχετίζεται με τα ακούσια συναισθήματα. Η δικαιοσύνη σχετίζεται με τους άλλους ανθρώπους και η φρόνηση με το λογικό τμήμα του εαυτού. Το θάρρος δε σχετίζεται με τα αντικείμενα φόβου και εμπιστοσύνης, αλλά με τα παραγόμενα συναισθήματα από τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Ο λόγος κυριαρχεί επί των συναισθημάτων ως προϋπάρχων αυτών.
Η ‘σωφροσύνη’ για τον Πλήθωνα δεν είναι περιορισμένη, όπως στον Αριστοτέλη, προκειμένου να επιτυγχάνεται ο αυτοέλεγχος επί των επιθυμιών, αλλά ούτε είναι διευρυμένη, όπως στον Πλάτωνα, ώστε να υπηρετεί την αρμονία αρμού κάθε τμήματος της ψυχής. Υπάρχουν κοινές αναφορές της σωφροσύνης του Πλήθωνα με τις έννοιες της ανεξαρτησίας και ‘απάθειας’ των Στωικών. Οι τρεις παραδοσιακές επιθυμίες για ηδονή, χρήματα και τιμή διαμορφώνουν την τρίπτυχη διαίρεση του αυτοελέγχου στην κοσμιότητα, ελευθεριότητα και τη μετριότητα αντίστοιχα.
Ο όρος ‘κοσμιότητα’ είχε χρησιμοποιηθεί από τον Πλάτωνα, τον Παναίτιο και τους Στωικούς πριν από τον Πλήθωνα με διαφορετική όμως σημασία. Ο Πλήθωνας κατατάσσει την κοσμιότητα ως την κατώτερη των αρετών, γιατί αποτελεί την πιο κοντινή στα ζωώδη ένστικτα και γιατί είναι η πιο απαραίτητη αρετή για την ανάπτυξη όλων των άλλων αρετών. Μέσω της κοσμιότητας, ο άνθρωπος μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω γιατί αποκτάει την ανεξαρτησία του από τις μη απαραίτητες ζωώδεις επιθυμίες. Οι τελευταίες αποτελούν εμπόδιο στην απόκτηση της ‘φρόνησης’ κατά τον Πλάτωνα ή κατά τον Πλήθωνα της ανώτερης μορφής της φρόνησης, της θεοσέβειας.
Η ‘ελευθεριότητα’, ως δεύτερη υποδιαίρεση της μετριοπάθειας, αναφέρεται στον αυτοέλεγχο επί του χρήματος. Στο περιεχόμενο της έννοιας έχει αναφερθεί ο Πλάτωνας στην Πολιτεία και στον Φαίδωνα και ως υποκατηγορία της αρετής της διακιοσύνης είχε χρησιμοποιηθεί από τον Παναίτιο και άλλους Στωικούς. Η Αριστοτελική άποψη για την ελευθεριότητα, ως η μεσότητα ανάμεσα στην ασωτία και τη δυστυχία, βρίσκεται πλησιέστερα στην θέση του Πλήθωνα.
Η ‘μετριότητα’ είναι ο αυτοέλεγχος αναφορικά με τη διεκδίκηση δόξας. Ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε τον όρο με διαφορετική έννοια, ενώ ο Αριστοτέλης δε συμπεριελάμβανε τη μετριότητα στις αρετές, αν και είχε περιγράψει ως ποιότητα τη μεσότητα μεταξύ φιλόδοξων και μη ανθρώπων. Ο Πλήθωνας χρησιμοποίησε τον όρο ‘μετριότητα’ για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που επιτυγχάνει το ‘χρυσό μέσο’.
Η ‘ανδρεία’ είχε ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αρετών για τον Στωικό και Πλατωνιστή Πλήθωνα. Διαφοροποιούμενος από τον Αριστοτελικό ορισμό της ανδρείας, ως της μεσότητας μεταξύ βιασύνης και δειλίας, αλλά και από τη θέση των Στωικών, συγκλείνει και επεκτείνει τη θέση του Πλάτωνα, πως η ανδρεία αποτελεί την ποιότητα με την οποία ο άνθρωπος αναλαμβάνει και λειτουργεί στη δεδομένη για τον ίδιο θέση του στη ζωή. Διαιρείται σε τρεις υποκατηγορίες, ανάλογα με το είδος των αντικειμένων του φόβου. Η ‘ευψυχία’ είναι το θάρρος, που αφορά ‘θεϊκές πράξεις’, πέρα από κάθε δυνατότητα επίδρασης επί αυτών. Η ‘γενναιότητα’ αφορά πράξεις αντοχής σε ασθένειες και η ‘πραότητα’ επιθετικές πράξεις ανθρώπων.
Η ‘αψυχία’ ή ‘ευψυχία’ για τον Πλήθωνα είναι η υποδιαίρεση του θάρρους, που πρέπει να αναπτυχθεί πρώτη. Ο Πλάτωνας αναφέρθηκε στην ένδοξη αυτή αρετή στο μύθο της Ατλαντίδας στον Τίμαιο, αλλά και στους Νόμους. Διαφοροποιούμενος από τον Πλάτωνα ο Πλήθωνας απέδωσε στην ευψυχία την αρετή του ανθρώπου, όπως του Σωκράτη, που πιστεύει πως τίποτε δε μπορεί να τον βλάψει εκτός από την αποδοχή μιας λάθος γνώμης. Ο Αριστοτέλης δεν αναγνώριζε τη συγκεκριμένη αρετή, ενώ ο Στωικός Χρύσιππος την όριζε ως τη σωστή τάση της ψυχής προς επίτευξη λειτουργιών. Πλησιέστερη στην έννοια της ευψυχίας, όπως περιγράφηκε από τον Πλήθωνα, είναι η έννοια του ‘θάρσους’ ή της ‘θαρραλεότητας’ των Στωικών, δηλαδή της πεποίθησης κάποιου πως τίποτα τρομακτικό δε μπορεί να τον καταβάλει.
Η ‘γενναιότητα’ είναι η αντοχή, που είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθεί ένας επιθυμητός σκοπός. Ο όρος αυτός δεν υπάρχει τουλάχιστον με το αυτό όνομα στα έργα του Αριστοτέλη, αλλά ούτε και στα ηθικά κείμενα της Στοάς. Αν και ο όρος δεν υπάρχει ούτε στα έργα του Πλάτωνα, το παραγόμενο επίθετο χρησιμοποιείται στα πλατωνικά κείμενα με την έννοια του ‘ευγενούς’ ή ‘τέλειου’. Ο Πλήθωνας πιθανόν να χρησιμοποίησε τον όρο αυτό κατά συνέχεια της πλατωνικής σημασίας του, όπως αυτή παρουσιάζεται στην Πολιτεία, δηλαδή ως της ποιότητας, που επιτρέπει στον άνθρωπο να διεκδικήσει ένα καλό με κάποιο κόστος ανεπιθύμητων εμπειριών.
Η γενναιότητα, όπως και η κοσμιότητα, στοιχειοθετεί προετοιμασία για ανώτερες αρετές και για το λόγο αυτό τοποθετείται μόλις δεύτερη στην αλληλουχία των αρετών, δίπλα στην πιο απαραίτητη αρετή για την ανάπτυξη όλων των άλλων αρετών. Η γενναιότητα αποφέρει τη δική της ανταμοιβή και κατά τον Πλήθωνα η εκπαίδευσή μας να αυξήσουμε την αντοχή μας επιτείνει την ευχαρίστηση από την επίτευξη των στόχων.
Η τρίτη υποδιαίρεση του θάρρους είναι η ‘πραότητα’, η οποία ουσιαστικά είναι η αρετή, που ο Αριστοτέλης και ακόλουθα ο Χρύσιππος ονόμαζαν τη μεσότητα ανάμεσα στην ‘οργιλότητα’ και στην ‘αοργησία’. Απομακρυνόμενος από την Αριστοτελική εκδοχή του όρου και υπό σαφή Πλατωνική επίδραση, ο Πλήθωνας ορίζει την πραότητα ως την ανεκτικότητα παρουσία κακοήθους επιθετικότητας. Ο Πλάτωνας είχε αναφερθεί στην έννοια αυτή στην Πολιτεία και στο Γοργία. Η ουτοπική ανεκτικότητα του Πλήθωνα είχε Σωκρατικά στοιχεία και όχι χριστιανικά, μια και ακολουθούσε το Σωκρατικό παράδοξο πως η κακία είναι ακούσια.
Οι δυο προαναφερθείσες πρωταρχικές αρετές σχετίζονται με τα κατώτερα τμήματα της ψυχής του ανθρώπου. Με τη μετριοπάθεια οι επιθυμίες χαλιναγωγούνται, ενώ με το θάρρος οι φόβοι ελέγχονται. Η επόμενη αρετή, η δικαιοσύνη αφορά ό,τι είναι εξωτερικά του ανθρώπου. Κατά τον Πλήθωνα η δικαιοσύνη υποδιαιρείται ως προς την αναφορά της σε ‘οσιότητα’, που είναι η δικαιοσύνη ως προς το Θεό, ‘πολιτεία’ ως προς την κοινωνία και ‘χρηστότητα’ ως προς τους ανθρώπους. Η αναφερόμενη στο Θεό δικαιοσύνη αναφέρεται στα έργα του Πλάτωνα ως το ‘όσιον’, ενώ δεν αναφέρεται στον Αριστοτέλη και στους Στωικούς. Ο Στωικός Παναίτιος υποδιαίρεσε τη δικαιοσύνη στην ‘κανονική δικαιοσύνη’ και στην ‘ελευθεριότητα’, η οποία για τον Πλήθωνα αποτελούσε τμήμα του αυτοελέγχου.
Η ‘οσιότητα’ είναι η σωστή στάση και ενέργεια αναφορικά με το Θεό. Συγκλείνει πρακτικά ο όρος με τον ορισμό του Πλάτωνα και των Στωικών. Στο συγκεκριμένο ορισμό δεν εμπεριέχονται οι λανθασμένες θέσεις περί αθεϊσμού, ούτε η προκατάληψη ότι ο θεός επηρεάζεται από οτιδήποτε ανθρώπινο. Ανάλογη θέση είχε και ο Πρόκλος σχολιάζοντας τον Τίμαιο του Πλάτωνα, όπου διαφοροποιεί την αρετή των ιερέων από την αντίστοιχη αρετή της οσιότητας, την κατά τον Πρόκλο αποκαλούμενη ‘πορφυρία’.
Η ‘πολιτεία’ αποτελεί τη δεύτερη υποδιαίρεση της δικαιοσύνης. Ο όρος έχει πολλάκις χρησιμοποιηθεί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά πρώτος ο Πλήθωνας του απέδωσε το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Για τους Στωικούς το περιεχόμενο του όρου ‘πολιτεία’ είχε αποδοθεί στον όρο ‘δικαιοσύνη’. Για τον Πλήθωνα ο πολιτικός δεσμός υπάρχει σε όλα τα ζώα. Ο καλός πολίτης υποστηρίζει το κοινό καλό αντιλαμβανόμενος πως είναι καλό και για τον ίδιο και πως στην αντίθετη περίπτωση θίγονται τόσο τα κοινά όσο και τα ιδιωτικά συμφέροντά του.
Η τρίτη υποδιαίρεση της δικαιοσύνης είναι η ‘χρηστότητα’, η οποία αν και παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με την ‘πραότητα’, διαφοροποιείται γιατί είναι μια ενεργητική αρετή, ενώ η πραότητα είναι μια στάση πνεύματος. Ο ‘χρηστός’ θα ωφελήσει τους άλλους και θα υποστεί ζημιά χωρίς να ζητήσει ανταπόδοση. Ο όρος δεν υπάρχει στα Αριστοτελικά κείμενα, ενώ ο Πλάτωνας τον χρησιμοποιούσε εννοώντας τον ‘καλό’ άνθρωπο. Μεταγενέστερα στον όρο αποδόθηκε η έννοια του ελεήμονος και φιλεύσπλαγχνου. Αντίστοιχη ήταν η χρήση του όρου και από τους Στωικούς.
Η αρετή του ανθρώπου ως ανθρώπου είναι η ‘φρόνηση’. Το κομμάτι του ανθρώπου, που τον διαφοροποιεί ουσιαστικά από άλλα ζώα είναι ο λόγος και η φρόνηση είναι η αρετή, που αναφέρεται στο λόγο. Υποδιαιρείται σε τρεις κατηγορίες: τη ‘θεοσέβεια’ (αναφορικά με το θεό), τη ‘φυσική’ (αναφορικά με τη φύση) και την ‘ευβουλία’ (αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις).
Η ‘θεοσέβεια’ είναι ουσιαστικά η αριστοτελική ‘θεωρία’ ή η ‘συνοπτική άποψη όλων των πραγμάτων’ στην Πολιτεία του Πλάτωνα. Είναι καθήκον του ανθρώπου να καταλαβαίνει τις αιτίες και τους νόμους των φυσικών φαινομένων και την αιτία του καλών και των κακών πραγμάτων. Η επίτευξη του απώτερου στόχου, του ‘αγαθού’ προυποθέτει την αρετή της ‘θεοσέβειας’ ως προς τους θεούς, η οποία αποφέρει ευτυχία στους ανθρώπους.
Ο Πλήθωνας δεν ακολούθησε τους Στωικούς, οι οποίοι πίστευαν πως η γνώση της ‘φυσικής’ ήταν μια πτυχή της αρετής της ‘σοφίας’, που αντιστοιχούσε στη κατανόηση του Θεού. Για τον Πλήθωνα, η ‘φυσική’, η γνώση της φυσικής, συνεισφέρει στην ευτυχία του ανθρώπου, αφού απαιτεί τη δραστηριότητα ανώτερων τμημάτων του και επειδή επιτρέπει στον άνθρωπο να μην ασχολείται με μικροπράγματα, αλλά με ανώτερες έννοιες, όπως είναι το σύμπαν.
Τον όρο ‘ευβουλία’ χρησιμοποίησαν τόσο ο Πλάτωνας, όσο και ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί. Για τον Πλήθωνα, η ‘ευβουλία’, αν και έχει ομοιότητες με την έννοια της ‘πολιτείας’ διαφοροποιείται στο ότι αποτελεί το πνευματικό υπόβαθρο για την πρακτική αρετή , την οποία η ‘πολιτεία’ υποδηλώνει.
Κατά τη διερεύνηση των Πληθωνικών αρετών διαπιστώνεται πως ο Πλήθωνας ακολούθησε τον Πλάτωνα καταρχήν υιοθετώντας τις πρωταρχικές αρετές, στη συνέχεια συμπεριλαμβάνοντας τυχαία αναφερόμενες αρετές στα κείμενα του Πλάτωνα, αλλά και αποδίδοντας σε κάποιες αρετές σημασίες, που είχαν αναπτυχθεί στα πλατωνικά κείμενα.
Η επίδραση των Στωικών είναι έκδηλη στις Πληθωνικές αρετές και επεκτείνεται πέρα της Στωικής ψυχολογίας, όπου βασίζονται οι αρετές, και στη χρήση από τον Πλήθωνα κάποιων στοιχείων από τις Στωικές περιγραφές των αρετών.
Εν κατακλείδι, η πρωτοτυπία του Πλήθωνα δεν αποτελεί μια χωρίς αφετηρία εκφορά νέων ιδεών. Ο Πλήθωνας μελέτησε προσεκτικά τα κείμενα της ηθικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα και βασισμένος σε αυτά προχώρησε παραπέρα. Διαφοροποιείται σε δύο σημαντικά σημεία από τον Πλάτωνα αφού υιοθέτησε το Στωικό δόγμα της αδερφότητας του ανθρώπου, αλλά και επέδειξε σκληρή στάση απέναντι σε συγκεκριμένους τύπους σεξουαλικής παρατυπίας, στάση άγνωστη στην κλασική ελληνική σκέψη.